δεσμά, τα, ουσ. [πλ. του ουσ.
δεσμός], τα δεσμά. 1α. (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «είναι πέντε
χρόνια στα δεσμά». β. η δικαστική ποινή, η ποινή φυλάκισης: «του ’ριξαν
πέντε χρόνια δεσμά || αν τον πιάσουν, πάει ισόβια δεσμά». 2. ο γάμος, η
παντρειά: «εγώ δεν ανέχομαι δεσμά πάνω απ’ το κεφάλι μου»·
- δένομαι
με τα δεσμά του γάμου, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. γάμος·
- ενώνομαι
με τα δεσμά του γάμου, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. γάμος·
- μπαίνω
στα δεσμά (ενν. του γάμου), (ιδίως για άντρα) παντρεύομαι: «εγώ δεν μπαίνω
στα δεσμά, γιατί δε θέλω να ’χω κουμανταδόρο πάνω απ’ το κεφάλι μου». Συνών. σπάω
τις αλυσίδες·
- σπάω
τα δεσμά (ενν. του γάμου), (ιδίως
για άντρα) παίρνω διαζύγιο, χωρίζω: «η γυναίκα του ήταν πολύ γκρινιάρα, γι’
αυτό έσπασε τα δεσμά κι ησύχασε το κεφαλάκι του»· βλ. και φρ. σπάω τα δεσμά
μου·
-
σπάω τα δεσμά ή σπάω
τα δεσμά μου, αποκτώ
βίαια την ελευθερία μου, επαναστατώ: «οι Έλληνες το 1821 πήραν τ’ άρματα κι
έσπασαν τα δεσμά τους». (Λαϊκό τραγούδι: Ε.Α.Μ. ελεύθερο πουλί έσπασες τα δεσμά σου έχυσαν αίμα άφθονο τα ηρωικά
παιδιά σου).
Συνών. σπάω τα σίδερα / σπάω τις αλυσίδες.